- ετεροδιδάσκαλος
- ἑτεροδιδάσκαλος, ὁ (Α)αυτός που δεν διδάσκει την αλήθεια, ο αιρετικός («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτεροδιδασκάλους — ἑτεροδιδάσκαλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροδιδασκάλων — ἑτεροδιδάσκαλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροδιδασκαλία — ἑτεροδιδασκαλία, ἡ (Μ) [ετεροδιδάσκαλος] η διδασκαλία τών αιρετικών … Dictionary of Greek
ετεροδιδασκαλώ — ἑτεροδιδασκαλῶ, έω (Α) [ετεροδιδάσκαλος] διδάσκω άλλη και όχι την ορθή διδασκαλία … Dictionary of Greek